Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδορίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδορίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) η κλειτορίδα τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δορά + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ὑπο δερμ ίς)] … Dictionary of Greek